- ἄας
- ἄ̱ᾱς , ἀάωhurtimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἄᾱς , ἀάωhurtimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek
Αλμοάδες — (Al Mehadz). Μέλη θρησκευτικής μουσουλμανικής αίρεσης από την οποία προήλθε τον 12o αι. η ισχυρότερη δυναστεία Βερβέρων ηγεμόνων. Την αίρεση αυτή ίδρυσε o Ιμπν Τουμάρτ, που δίδασκε ότι o Θεός είναι ενιαίος (γι’ αυτό και οι οπαδοί της ονομάστηκαν… … Dictionary of Greek
Δαμιέτη — (DumyatDamietta). Πόλη (περ. 90.000 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (589 τ. χλμ., 914.614 κάτ.) της Κάτω Αιγύπτου. Η πόλη είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του Νείλου, στο βορειοδυτικό άκρο της λίμνης Μενζάλας και σε… … Dictionary of Greek